- χρηματαγωγός
- χρημᾰτ-ᾰγωγός, ὁ,A money-carrier, PHib.1.110.52, al. (iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρηματαγωγός — ὁ, Α υπάλληλος επιφορτισμένος με τη μεταφορά χρημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + ἀγωγός (πρβλ. δημ αγωγός)] … Dictionary of Greek